συνανάκρασις

συνανάκρασις
-άσεως, ἡ, ΜΑ [συνανακεράννυμαι]
1. ανάμιξη, σύμμιξη («πρὸς τὴν αἰσθητὴν κτίσιν γίνεταί τις τοῡ νοητοῡ συνανάκρασις», Γρηγ. Νύσσ.)
2. η ένωση δύο φύσεων, τής ανθρώπινης και τής θεϊκής, στο πρόσωπο τού Χριστού
μσν.
1. σχέση μεταξύ προσώπων
2. συνένωση («τῶν δύο φύσεων μετέχωμεν... κατὰ συνανάκρασιν τοῡ σώματος καὶ αἵματος», Δαμασκ. Ι.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνανακρατικός — ή, όν, Μ [συνανάκρασις] ο σχετικός με την ανάμιξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”